- συγκρατύνει
- συγκρατύ̱νει , συγκρατύνωstrengthenaor subj act 3rd sg (epic)συγκρατύ̱νει , συγκρατύνωstrengthenpres ind mp 2nd sgσυγκρατύ̱νει , συγκρατύνωstrengthenpres ind act 3rd sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.